- αγαλούχητος
- -η, -οαυτός που δε γαλουχήθηκε, αβύζαχτος: Δεν έμεινε αγαλούχητος από τα ιδεώδη της ελευθερίας και της φιλοπατρίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγαλούχητος — η, ο [γαλουχώ] 1. αυτός που δεν γαλουχήθηκε, ο αβύζαχτος 2. μτφ. ο αμύητος σε κάτι … Dictionary of Greek